υδρομηχανική

υδρομηχανική
η, Ν
φυσ. βλ. υδρομηχανικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδρομηχανική — η η επιστήμη που μελετά τα φαινόμενα της ισορροπίας και της κίνησης των υγρών και κυρίως του νερού, η μηχανική των υγρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδρομηχανικός — ή, ό, Ν 1. (για όργανο ή συσκευή) αυτός στον οποίο ένα υγρό, συνήθως νερό, χρησιμοποιείται ως μέσο μετάδοσης δύναμης ή κίνησης 2. το θηλ. ως ουσ. η υδρομηχανική φυσ. η μηχανική τών ρευστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydromechanic (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”